Μεσαιωνικό Κάστρο Μύρινας ν. Λήμνου
Η στρατηγική θέση της Λήμνου με τον θαλάσσιο δρόμο προς τον Ελλήσποντο, σημαντικότατη και για το διαμετακομιστικό εμπόριο με τη Μ. Ασία, οδήγησε στην εκτεταμένη οχύρωσή της κατά τους βυζαντινούς χρόνους με κάστρα, πύργους και βίγλες. Σημαντικές οχυρές θέσεις ήταν τα κάστρα της Μύρινας, του Κότσινα, του Μούδρου, της Σκάλας (Φισίνη), της Πλάκας, του Κοντιά, του Κατάλακκου.
Από τις προαναφερθείσες οχυρωματικές κατασκευές στη Λήμνο, η καλύτερα διατηρημένη είναι το Κάστρο της Μύρινας. Η Μύρινα αποτελεί την πρωτεύουσα του νησιού και βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του. Τον 13ο αιώνα π.Χ οι Μίνυες, ελληνικό προϊστορικό φύλο από την Θεσσαλία, αποικούν τη Λήμνο και ιδρύουν πόλη, την οποία ονομάζουν Μύρινα από το όνομα της κόρης του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και συζύγου του μυθικού βασιλιά Θόαντα. Οχυρώνουν το λόφο ο οποίος δεσπόζει μεταξύ των δύο όρμων της πόλης, με ισχυρά τείχη τα λεγόμενα «Κυκλώπεια», τα οποία βελτίωσαν οι Πελασγιοί που κυριάρχησαν στο νησί μετά τους Μίνυες και έως τον 6ο αιώνα π.Χ. Τμήματα κυκλώπειας πολυγωνικής τοιχοποιϊας διατηρούνται σήμερα εκτός του σημερινού φρουρίου, ένα στην ανατολική πλευρά του λόφου με μήκος 18μ. περίπου και ύψος περισσότερο από 2,50μ. και ένα άλλο στην ΝΔ πλευρά και ένα τρίτο που πλησιάζει τα 50μ. ως δεύτερη γραμμή άμυνας και βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του βράχου-ακρόπολη-. Τείχος υπήρχε και στους κλασικούς χρόνους τμήματα του οποίου διατηρούνται σε σημαντικό ποσοστό στο βόρειο πρανές του βράχου της ακρόπολης και στο λαιμό της χερσονήσου προς την κύρια είσοδο του Κάστρου.
Το Κάστρο της Μύρινας άρχισε να διαμορφώνεται, στη μορφή που σώζεται σήμερα, τον 12ο αιώνα μ.Χ. επί Ανδρονίκου Α΄Κομνηνού (1186) Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε και οικοδομικό υλικό από τις παλαιότερες οχυρώσεις όπως και λίθοι που προέκυψαν από την κατά χωραν λάξευση του βράχου.
Το σύστημα οχύρωσης στο Κάστρο της Μύρινας αποτελείται από εσωτερικό και εξωτερικό περίβολο και πιθανότατα διέθετε περιτοίχισμα και τάφρο. Ο εξωτερικός περίβολος έχει πολυγωνική κάτοψη ακολουθώντας τη διαμόρφωση του. Στα βόρεια όπου η κλίση και η φυσική οχύρωση του εδάφους είναι μικρότερη, υπάρχει ισχυρή οχύρωση με τριπλό τείχος. Η κεντρική πύλη βρίσκεται στα νότια, μια δευτερεύουσα στα βόρεια ενώ μια τρίτη στον δυτικό περίβολο που αργότερα κλείστηκε. Στη βέλτιστη οχύρωση συμβάλλουν οι επάλξεις, οι προμαχώνες και οι 14 πύργοι διαφόρων σχημάτων (ορθογώνιοι, κυκλικοί, ημικυκλικοί). Οι περισσότεροι βρίσκονται στη δυτική και νότια πλευρά οι οποίες ήταν πιο ευπρόσβλητες. Όσον αφορά στις επάλξεις, σ’ αυτές υπήρχαν τοξοθυρίδες, τουφεκίστρες, ζεματίστρες καθώς και επίπεδα για την τοποθέτηση κανονιών. Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα του τείχους είναι το ανατολικό καθώς αποτελούσε τη μόνη πλευρά απ’ όπου μπορούσε να γίνει χερσαία επίθεση ενώ το βόρειο και ένα τμήμα του δυτικού εξωτερικού περιβόλου είναι νεότερο. Το βόρειο τμήμα του φτάνει σχεδόν ως τη θάλασσα και χαρακτηριστικό στοιχείο μέρους του τμήματος αυτού είναι ότι δεν είχε επάλξεις (3-4).
Αρχικά, τα τείχη ήταν στενά και ψηλά ενώ μεταγενέστερα, γύρω στον 14ο αιώνα, γίνονται πλατύτερα και χαμηλότερα με κεκλιμένο κατώτερο τμήμα (scarpa) σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις του πολέμου καθώς χρησιμοποιούνταν πλέον πυροβόλα όπλα. Τότε και για τους ίδιους λόγους κατασκευάζεται και περίδρομος . Απώτερη θέση άμυνας αποτελούσε η ακρόπολη η οποία προστατεύεται από ξεχωριστό περίβολο. Σύμφωνα με περιηγητές ο περίβολος αυτός πρέπει να διέθετε πύλη και τουλάχιστον δύο πύργους.
Με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά του και την έκτασή του που ανέρχεται σε 144 στρέμματα, θεωρείται ως το μεγαλύτερο Κάστρο του Αιγαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι το φρούριο, τουλάχιστον αυτό που διατηρείται σήμερα, δεν κατελήφθη ποτέ με τη διαδικασία της εισβολής, έπειτα από καταστροφή τμήματος του τείχους. Το πόσο απρόσβλητο και ισχυρό ήταν το Κάστρο της Λήμνου διακρίνει κανείς στην παρακάτω αναφορά του περιηγητή του 18ου αιώνα Frieserman (1774-1789) οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά:
«...Το Κάστρο της Λήμνου δεν μπορεί να καταληφθεί παρά μόνο με πολύ καλά οργανωμένο πυροβολικό και κυρίως με βόμβες που θα έκαναν τα ρήγματα των βράχων και τοιχοποιϊών μοιραία. Είναι τόσο υπερυψωμένο από το επίπεδο της θάλασσας-110μ.- και έχει τέτοια κλίση ώστε οι κανονιοβολισμοί από πλοία δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα...»
Όσον αφορά στις οικοδομικές του φάσεις θα μπορούσαν να αναγνωριστούν τμήματα οχύρωσης από εννέα τουλάχιστον φάσεις επέμβασης: Ωστόσο, οι οικοδομικές φάσεις του Κάστρου, πριν από το βυζαντινό κάστρο του Κομνηνού, μπορούν σχηματικά να προσδιοριστούν, κυρίως με βάση τις ιστορικές πηγές, καθώς τα αρχαιολογικά στοιχεία δεν επαρκούν για την τεκμηρίωσή τους σε μια πιο ολοκληρωμένη μορφή.
α) αρχαϊκής περιόδου: εκτεταμένο τμήμα πολυγωνικής τοιχοποιίας, φερόμενο ως Πελασγικό, στον εξωτερικό χώρο, στα νότια της Κύριας Πύλης και σε μικρή απόσταση από αυτή.
β) κλασικής περιόδου- τμήματα υπολειμμάτων:
β.1) στην βόρεια πλευρά του ανώτερου πλατώματος του χώρου της ακρόπολης σε τμήμα του αρχικού νότιου περιβόλου επάνω στο ναυτικό φυλάκιο.
β.2) στα δυτικά της υφιστάμενης οχύρωσης μπροστά από τη μικρή θύρα επικοινωνίας ανάμεσα στον εσωτερικό με τον βόρειο περίβολο. Ο τομέας της χερσονήσου με την αρχαία τειχισμένη πόλη θα πρέπει να κατοικείτο έως τουλάχιστον τον 9ο αιώνα όπου το νησί καταλαμβάνεται και χρησιμοποιείται ως ορμητήριο από Άραβες πειρατές. Ακολούθως οι οχυρώσεις εγκαταλείπονται στη φθορά του χρόνου και καταστρέφονται άγνωστο ακόμη σε πιο βαθμό.
Με την πάροδο των ετών, το βυζαντινό Κάστρο του Ανδρόνικου Κομνηνού, του θεμελιωτή του πρώτου μεσαιωνικού οχυρού στο χώρο, δέχτηκε όπως αναφέρθηκε, πολλούς κατακτητές οι οποίοι επενέβησαν στα δομικά στοιχεία του και τη μορφή του με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να αναγνωριστεί τμήμα του από εκείνη την πρώτη φάση καθώς το χαρακτηριστικό γνώρισμα των βυζαντινών φρουρίων, το κόκκινο τούβλο της λιθοδομής σε επάλληλες σειρές τούβλων και λίθων, απουσιάζει από το Κάστρο της Μύρινας. Έτσι, κατά την περίοδο της πρώτης ενετικής κυριαρχίας του, ο Μέγας Ναύαρχος της Ρωμανίας Filocalo Navigaioso (1207-1214), κατασκεύασε το 1207 το νέο Κάστρο στο χώρο του ενδιάμεσου πλατώματος της χερσονήσου και το κάστρο αρχίζει να αποκτά τη σημερινή του μορφή, ως προς τον ανατολικό, τον νότιο και τμήμα του δυτικού περιβόλου ενώ σ’ αυτόν αποδίδεται και κατασκευή εντός του Κάστρου του Δούκικου Μεγάρου. Ο δυτικός περίβολος της ενετικής περιόδου έφτανε ως την ΒΔ γωνία του μεγάλου κεντρικού πλατώματος της χερσονήσου και όπως φαίνεται οι Ενετοί οχύρωσαν μόνο το κεντρικό πλάτωμά της και όχι το νότιο το οποίο ήταν τειχισμένο κατά την αρχαιότητα. Οι Ενετοί ήταν αυτοί που έχτισαν το Φρούριο για πρώτη φορά στα βόρεια του αρχαίου μετατοπίζοντας έτσι την προγενέστερη θέση πιθανότατα για να εκμεταλλευτούν το οριζόντιο μεγάλο πλάτωμα στα βόρεια της ακρόπολης για άνετη εγκατάσταση και την χωροθέτηση πολυάριθμων κτισμάτων ενώ τότε διαμορφώθηκε και η τάφρος που περιέβαλε το Κάστρο η οποία διατηρήθηκε ως την πρώτη, τουλάχιστον, οθωμανική περίοδο. Το οχυρό ισχυροποιήθηκε στη συνέχεια ακόμη περισσότερο από τον γιό του Λεονάρδο (1214-1260), αποκτώντας, έως το 1260, την πλήρη μορφή αυτής της περιόδου και σίγουρα πριν την ανακατάληψη της νήσου, το 1277-1279, από τους Βυζαντινούς υπό την ηγεσία του Λατίνου Ναυάρχου, από την Εύβοια, Λικάριου. Από την φάση αυτή διατηρείται ο ανατολικός εξωτερικός περίβολος, περίπου στο σύνολό του, και τμήμα του εσωτερικού του.
Το 1279 το Κάστρο ξαναπερνά στους βυζαντινούς σηματοδοτώντας νέες επιδιορθώσεις της οχύρωσης από τους Παλαιολόγους και συγκεκριμένα από τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1361), έπειτα από σχετική παραχώρηση (αμέσως μετά την άλωση της Πόλης). Πρόκειται για μικρής έκτασης παρεμβάσεις ενισχυτικού χαρακτήρα των ήδη υφισταμένων οχυρώσεων. Μάλιστα, στον Φραγκίσκο Δορίνο Γατελούζο, γαμπρό του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄Παλαιολόγου και ηγεμόνα της Λέσβου από το 1355, αποδίδεται η κατασκευή ενός από τους τρείς περιβόλους στην βόρεια πλευρά του φρουρίου.
Τον 15ο αιώνα το νησί παραχωρείται από τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο στο πλαίσιο της συνεργασίας τους για την επανακατάληψη του θρόνου από την πλευρά του, στον γενουατικό οίκο των Gatillusi οι οποίοι με επικεφαλής τον ευγενή Φραγκίσκο Γκατελούζι κυριαρχούσαν την ίδια εποχή και στη Λέσβο,1434-1479. Αυτήν την περίοδο ολοκληρώθηκαν από τον Φραγκίσκο Πασχαλίγκο, διοικητή του νησιού της Λήμνου (1474-1477) επισκευές και προσθήκες, ενισχύθηκαν οι πύλες και ο περίβολος με πύργους δίνοντας στην κάτοψη του Κάστρου τη μορφή που έχει σήμερα.
Από το 1479 έως το 1912, το Κάστρο της Μύρινας ήταν υπό την κατοχή των Οθωμανών. Στο Κάστρο, οι Οθωμανοί υλοποίησαν σημαντικές επεκτάσεις και ενισχύσεις στην ανωδομή των τειχών, πρόσθεσαν αντηρίδες στην κεντρική πύλη, σύμφωνα με την πρακτική τους να ενισχύουν τα Κάστρα με επιπλέον ζώνη οχύρωσης και κανονιοθυρίδες από την πλευρά της θάλασσας ώστε να μπορούν να πλήξουν τα πλοία που θα πλησίαζαν.
Σ’ αυτή την περίοδο χρονολογούνται τα περισσότερα εναπομείναντα ως σήμερα κτίσματα στο εσωτερικό του (τζαμί, στρατώνας, πυριτιδαποθήκη, καταφύγιο, οικίες). Σε ορισμένα από τα υφιστάμενα κτίσματα, ο λειτουργικός χαρακτήρας δεν έχει ακόμα διασαφηνιστεί λόγω της ελλιπούς μελέτης του φρουρίου και της μη διενέργειας ανασκαφής σ’ αυτά .Επίσης, τεκμηριώνεται η ύπαρξη νεκροταφείου της οθωμανικής περιόδου. Η παρουσία οικιών, τζαμιού και νεκροταφείου υποδηλώνει την ύπαρξη οικισμού στο εσωτερικό του φρουρίου τουλάχιστον κατά την οθωμανική περίοδο.
Πληροφορίες
Ο χώρος είναι ανοιχτός
Είσοδος Ελεύθερη
Διεύθυνση: Ρωμέικος Γυαλός, Μύρινα, 81 400, Λήμνος